Μόχο, ασυνέχεια

Μόχο, ασυνέχεια
Οριακή επιφάνεια μεταξύ του στερεού φλοιού και του μανδύα της Γης στην οποία τα σεισμικά κύματα αλλάζουν ταχύτητα. Η λέξη προέρχεται από το όνομα του επιστήμονα Μοχοροβίσιτς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”